- έξειμι
- (I)ἔξειμι (AM) [είμι]φεύγω, αναχωρώαρχ.1. βγαίνω, βγαίνω από το σπίτι («ἐξιέναι μεγάρων», Ομ. Οδ.)2. εγκαταλείπω μια υπηρεσία («ἐξιὼν ἐκ τῆς ἀρχῆς», Δίων Κ.)3. εκστρατεύω («συσκευαζώμεθα καί... ἐξίωμεν ὡς τάχιστα», Ξεν.)4. βαδίζω, πορεύομαι («προσείπατ' ἐξιοῡσαν ὑστάτην ὁδόν», Ευρ.)5. (για υποκριτές θεάτρου) παρουσιάζομαι πρώτος στη σκηνή6. (για χρόνο) περνώ7. παύω, τελειώνω («ἐξιούσης τῆς ἀρχῆς», Λυσ.).————————(II)ἔξειμι (Α)(σε χρήση μόνο ως απρόσ.) βλ. έξεστι.
Dictionary of Greek. 2013.